- εὐοδίαν
- εὐοδίᾱν , εὐοδίαa good journeyfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευοδία — εὐοδία, ἡ (Α) [εύοδος] 1. καλή πορεία, καλό ταξίδι (πρβλ. νεοελλ. κατευόδιο) 2. φρ. α) «εὐοδίαν ἀπὸ στόματος χέειν» εύχομαι, εκφέρω αγαθές ευχές για την επιτυχία κάποιου β) μτφ. «κατ εὐοδίαν» κατ ευχήν 3. ευκαιρία («εὐοδία τοῡ ἐλθεῑν» καλή… … Dictionary of Greek
κατευοδίαν — και κατευγόδια και καταυγόδιαν (Μ) επίρρ. με επιτυχία, κατ ευχήν, χωρίς εμπόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ εὐοδίαν οι τ. κατευγόδια και καταυγόδιαν πιθ. < κατευόδιο] … Dictionary of Greek